- πεντηκοντέρων
- πεντηκόντεροςship with fifty oarsfem gen plπεντηκόντοροςship with fifty oarsfem gen pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόφαυσις — αύσεως, ἡ, Α μικρή δίοδος, στενό άνοιγμα («διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον τῶν πεντηκοντέρων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαῦσις «φως, φωτισμός»] … Dictionary of Greek